τουμπανιάζω

τουμπανιάζω
Ν [τούμπανο]
1. πρήζομαι, φουσκώνω και γίνομαι σαν τούμπανο
2. πεθαίνω και αποσυντίθεμαι
3. (μτβ.) δέρνω αλύπητα κάποιον ώστε να πρηστεί.
————————
Ν
βλ. τυμπανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τουμπανιάζω — 1. αμτβ., γίνομαι τούμπανο, πρήζομαι, φουσκώνω: Η κοιλιά του τουμπάνιασε απ το πολύ φαγητό. 2. μτβ., κάνω κάτι να γίνει τούμπανο, πρήζω, το φουσκώνω: Τουμπάνιασα το ασκί με κρασί. 3. δέρνω, ξυλοφορτώνω: Τον τουμπάνιασε στο ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουμπάνιασμα — το, Ν [τουμπανιάζω] 1. το να φουσκώσει, να πρηστεί κάποιος ή κάτι 2. ανηλεής ξυλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα …   Dictionary of Greek

  • τυμπανίζω — ΝΑ, και τουμπανίζω και τουμπανιάζω Ν [τύμπανον / τούμπανο] 1. παίζω τύμπανο 2. μτφ. ξυλοκοπώ κάποιον δυνατά, τόν δέρνω αλύπητα μσν. διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία, διατυμπανίζω αρχ. 1. χτυπώ κάτι σαν τύμπανο 2. (για ρήτορα) κάνω βίαιες… …   Dictionary of Greek

  • τουμπανίζω — τουμπάνισα, τουμπανίστηκα, τουμπανισμένος, τουμπανιάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”